Ακανές
Πρόκειται για παραδοσιακό γλύκισμα του Νομού Σερρών, που φτιάχνεται με ζάχαρη, βούτυρο, άμυλο, αμύγδαλα και άμυλο αραβοσίτου. Στην εμφάνιση θυμίζει πάρα πολύ το λουκούμι, ωστόσο στη γεύση κυριαρχεί η γεύση του καβουρντισμένου αμυγδάλου και του πρόβειου κατσικίσιου βουτύρου. Η παρασκευή του γινόταν επί Τουρκοκρατίας μέσα σε μεγάλα καζάνια όπου έβραζαν ρετσέλια και πετιμέζια μαζί με το νερό από την πηγή στην περιοχή Λαϊλιά των Σερρών, όπου οι μπέηδες έκαναν τις διακοπές τους. Το νερό αυτό ήταν δροσερό και ελαφρύ, δίνοντας όλη τη νοστιμιά στον ακανέ. Αργότερα, τα ρετσέλια και τα πετιμέζια αντικαταστάθηκαν με χυμό ζαχαροκάλαμου και νισεσιέ και σήμερα ο χυμός του ζαχαροκάλαμου αντικαταστάθηκε από τη ζάχαρη. Στο πηχτό μείγμα που έβραζε στο καζάνι πρόσθεταν φρέσκο κατσικίσιο βούτυρο και ξηρούς καρπούς. Χρειαζόταν πολύωρο ανακάτεμα του μείγματος, πράγμα που εκείνη την εποχή έκαναν οι δούλοι με μια ξύλινη κουτάλα. Ο ακανές φαίνεται πως πήρε το όνομά του από τη σύνθεσή της προστακτικής «ακά» (ανακάτευε) και την κατάφαση του «ναι» του δούλου.
-
Α λα μενιέρ (à la Meunière)
Είναι γαλλικός όρος που αφορά μια σάλτσα βουτύρου η οποία ετοιμάζεται με διαυγές βούτυρο (beurre clarifie), που καίγεται και ύστερα αρωματίζεται με μαϊντανό ψιλοκομμένο και χυμό λεμονιού. Συνοδεύεται άψογα με ψάρια (ιδιαίτερα γλώσσα) ψητά ή ποσέ ή στον ατμό.
-
Κιρς
Πρόκειται για διαφανές λικέρ από κονιάκ με φρούτα, κυρίως κεράσι. Παρασκευάζεται από διπλή απόσταξη χυμών κερασιών και βύσσινων. Δέκα κιλά κεράσια δίνουν 750ml ποτού. Τα πολύ καλής ποιότητος Κιρς (Kirsch) γίνονται και με τη σύνθλιψη των κουκουτσιών, τα οποία δίνουν μία πλούσια αμυγδαλώδη γεύση. To ποτό έχει 40-50% οινόπνευμα και δεν είναι γλυκό στη γεύση. Σερβίρεται κρύο σαν απεριτίφ. Επειδή η ποικιλία των κερασιών (morello) από τα οποία φτιάχνεται το Κιρς φύεται στον Μέλανα Δρυμό της Γερμανίας, θεωρήθηκε ως τόπος καταγωγής του. Να σημειωθεί ότι είναι πολύ δημοφιλές σε ολόκληρη την κεντρική Ευρώπη.
-
Αντίβ
Πρόκειται για το πράσινο σγουρό ήρεμο ραδίκι (το λέμε αντίδι στα ελληνικά) με κατσαρά φύλλα, το οποίο είναι σαλατικό με πικρή γεύση. Ωστόσο, τον όρο αντίβ ή σικορέ στη Γαλλία τον χρησιμοποιούν και για το άσπρο κηπευτικό με σφιχτά τυλιγμένα φύλλα, το οποίο ΄χει επίσης πικρή γεύση και μαγειρεύεται ογκρατέν με μπεσαμέλ και ζαμπόν ή μπαίνει στις σαλάτες χοντροκομμένο. -
Αλ ντέντε (Al dente)
Αυτός ο όρος περιγράφει πώς ακριβώς τρώνε στην Ιταλία τα ζυμαρικά τους, δηλαδή προσέχουν να είναι μαγειρεμένα τόσο ώστε όταν τα δαγκώνεις «να κρατάνε» και να μην είναι παραβρασμένα. -
Βελουτέ
Βελουτέ σημαίνει στα γαλλικά «βελούδο» και χρησιμοποιείται ως χαρακτηριστικό της υφής. Είναι η βάση των περισσοτέρων από τις λευκές σάλτσες στη γαλλική κλασική κουζίνα. Παράγεται με ζωμό από μοσχαράκι γάλακτος ή κοτόπουλο, ενώ πολλές φορές είναι και βάση με ψάρι. Αρχικά, φτιάχνουμε ένα roux με βούτυρο και αλεύρι, προσθέτουμε τον ζωμό του κρέατος που θέλουμε μαζί με ψιλοκομμένα μανιτάρια και τα αφήνουμε να βράσουν σε χαμηλή θερμοκρασία για αρκετή ώρα, «καθαρίζοντας» συχνά την επιφάνεια. Τέλος, το σουρώνουμε σε τουλπάνι και το σερβίρουμε με το ανάλογο κρέας.